δεομένοις

δεομένοις
δέομαι
lack
pres part mp masc/neut dat pl (epic doric ionic aeolic)
δέω 1
bind
pres part mp masc/neut dat pl
δέω 2
lack
pres part mp masc/neut dat pl
δέω 2
lack
pres part mid masc/neut dat pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαρκώ — (AM ἐπαρκῶ, έω) [αρκώ] είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω («τα τρόφιμα δεν επαρκούν») αρχ. 1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτι («οὐδέ τι οἱ τὸ γ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω… …   Dictionary of Greek

  • συνεκταπεινώ — όω, Α ταπεινώνω ομοίως («τοῑς δεομένοις ἑαυτὸν ἐκδιδόναι καὶ συνεκταπεινοῡν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκταπεινῶ, επιτατ. τ. τού ταπεινῶ / ώνω] …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”